- ψιλοκοπανίζω
- τρίβω κάτι σε λεπτή σκόνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λειοτριβώ — (AM λειοτριβῶ, έω) με την τριβή μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, ψιλοκοπανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβώ, φαρμακο τριβώ] … Dictionary of Greek
ψιλοκόβω — ψιλόκοψα, ψιλοκομμένος 1. κόβω κάτι σε ψιλά κομμάτια. 2. ψιλοκοπανίζω, τρίβω κάτι σε λεπτή σκόνη: Είναι ψιλοκομμένος ο καφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλοτρίβω — ψιλότριψα, ψιλοτρίφτηκα, ψιλοτριμμένος, κοπανίζω κάτι σε λεπτή σκόνη, ψιλοκόβω, ψιλοκοπανίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)